- μελετώ
- [мэлэто] р. изучать.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek
μελετώ — μελετάω / μελετώ, μελέτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μελετώ — μελέτησα, μελετήθηκα, μελετημένος 1. προσπαθώ να μάθω κάτι με διάβασμα, παρατήρηση ή άσκηση: Μελετώ τους αρχαίους συγγραφείς. 2. ερευνώ κάτι μεθοδικά, επιστημονικά, εξετάζω λεπτομερειακά, παρακολουθώ με προσοχή: Μελέτησε τα ευρήματα των ανασκαφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελετῶ — μελετάω take thought pres imperat mp 2nd sg μελετάω take thought pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) μελετάω take… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετῷ — μελετάω take thought pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτω — μέλω to be an object of care pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξέρχομαι — (AM διεξέρχομαι) [εξέρχομαι] 1. διαβαίνω, περνώ ανάμεσα 2. (για βιβλία, έγγραφα κ.λπ.) μελετώ απ την αρχή ώς το τέλος 3. διαπραγματεύομαι ένα θέμα με κάθε λεπτομέρεια μσν. υποστηρίζω αρχ. 1. υπομένω πόνους 2. (με την προθ. δια) α) περνώ διαδοχικά … Dictionary of Greek
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek
μελέτησις — μελέτησις, ἡ (ΑM) [μελετώ] η ενέργεια τού μελετώ, η μελέτη μσν. έγνοια, φροντίδα … Dictionary of Greek
προδιασκέπτομαι — Α μελετώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασκέπτομαι «μελετώ, εξετάζω διεξοδικά»] … Dictionary of Greek
προσχολάζω — Α μελετώ κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σχολάζω «αφοσιώνομαι, μελετώ»] … Dictionary of Greek